ραφινάρω — ραφινάρω, ραφινάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραφινάρω — (λ. γαλλ.), ισα και α, ίστηκα, ισμένος 1. καθαρίζω κάποιο υγρό από ακαθαρσίες ή ξένες ουσίες: Το λάδι το ραφινάρουν πριν το βάλουν στα δοχεία. 2. μτφ., προάγω την αισθητική καλλιέργεια ανθρώπων, εκλεπτύνω: Προσπάθησε να ραφινάρει τον άντρα της,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφέψω — ἀφέψω (Α) [έψω] 1. καθαρίζω κάτι με βράσιμο, διυλίζω, λαγαρίζω 2. (κυρίως για τον χρυσό αλλά και μτφ.) ραφινάρω, βράζω κάτι ώσπου να απαλλαγεί από τη σκουριά, τις ακαθαρσίες ή και τις ξένες προσμίξεις 3. καταναλώνω ή ελαττώνω κάτι αφήνοντας να… … Dictionary of Greek
λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω … Dictionary of Greek
ραφινάρισμα — το, Ν [ραφινάρω] καθαρισμός ουσίας από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διύλιση, φιλτράρισμα … Dictionary of Greek
ραφινάτος — η, ο, Ν 1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος 2. μτφ. εκλεπτυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
ραφιναρισμένος — η, ο, Ν βλ. ραφινάρω … Dictionary of Greek
εκλεπτύνω — εκλέπτυνα, εκλεπτύνθηκα, εκλεπτυσμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι λεπτό ή λεπτότερο από όσο ήταν. 2. μτφ., κάνω κάτι κομψότερο και πιο αβρό, το ραφινάρω: Εκλεπτυσμένοι τρόποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)